φαγώσιμα

φαγώσιμα
τα съестные припасы, продукты питания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαγώσιμα" в других словарях:

  • έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… …   Dictionary of Greek

  • γαλατένιος — α, ο 1. (για φαγώσιμα) αυτός που έχει κύριο συστατικό του το γάλα 2. εκείνος που έχει το χρώμα τού γάλακτος, ο κάτασπρος …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριάζω — 1. δίνω σε κάποιον δηλητήριο, τόν φαρμακώνω, σκοτώνω κάποιον με φαρμάκι 2. (για φαγώσιμα) προξενώ δηλητηρίαση 3. ποτίζω κάτι με δηλητήριο, ρίχνω σε κάτι δηλητήριο («δηλητηρίασε το κρασί») 4. δηλητηριάζοντας κάτι σιγά σιγά τό φθείρω, τό καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν …   Dictionary of Greek

  • κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …   Dictionary of Greek

  • καφετέρια — και καφετερία, η κατάστημα, με νεαρούς ώς επί το πλείστον πελάτες, στο οποίο προσφέρονται καφές, ποτά και φαγώσιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cafeteria < ισπανοαμερικ. cafeteria] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»